Powered By Blogger

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Kυριάκου Μπάνου: Η υποχθόνια «αθωότητα του σκουληκιού»


Ο έρωτας του Γιώργου Γιαννόπουλου για το γραπτό λόγο είναι γνωστός και αναμφισβήτητος. Η ακάματη συνεχής έκδοση του περιοδικού “Ένεκεν”, ενός περιοδικού που κρύβει στις σελίδες του ένα μεγάλο σεντούκι με λεκτικούς θησαυρούς κάθε γραπτού είδους, από πολιτικά δοκίμια και αναλύσεις, επιστημονικές μελέτες και κριτικές πάνω στη θεωρία, την ιδεολογία, την τέχνη και τη ζωή, μέχρι λογοτεχνία και παρουσίαση κάθε είδους δημιουργικής γραφής, είναι μια περίτρανη απόδειξη της ορμητικότητας με την οποία συνεχίζει να βλέπει τον γραπτό λόγο ο Γ.Γ.
Η ματιά του είναι τόσο λεπτομερής που μετατρέπει κάθε έκδοση που πιάνει στα χέρια του σε ένα ολοκληρωμένο εικαστικό γεγονός. Ξέρεις, καταλαβαίνεις μόλις πιάσεις το τυπωμένο χαρτί στα χέρια σου, πως κάθε τι, σε όποια γωνία, σε όποια θέση και αν βρίσκεται, το στίγμα, το κόμμα, η γραμμή, η λέξη, το εικαστικό, όπου και αν τοποθετούνται, είναι εκεί και συνυπάρχουν μετά από σκέψη. Νοηματοδοτούν, κάτι θέλουν να πουν, να συμβολίσουν.
Αυτό συμβαίνει και στην τρίτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Γιαννόπουλου με τίτλο “Λόγια Θανάτου και Αγάπης” διάσπαρτη με ζωγραφικά σχέδια της Βίλλης Γούσιου που εκδόθηκε μέσα στο καλοκαίρι. Όταν το μικρό αυτό βιβλιαράκι φτάνει στα χέρια του αναγνώστη, γίνεται άμεσα κατανοητό πως πρόκειται για ολοκληρωμένο έργο τέχνης, μια συνολική εικαστική εμπειρία. Και όπως σε όλα τα έργα τέχνης, έτσι και εδώ, υπάρχει η αίσθηση πως κρατάς στα χέρια σου το επιστέγασμα μιας ολόκληρης περιόδου.
Και όμως ενώ ο αυθορμητισμός στην ποίηση του Γιανόπουλου φαντάζει ανύπαρκτος, καμιά λέξη δεν βρίσκεται εκεί που βρίσκεται χωρίς λόγο, ψάχνει και πετυχαίνει να εκφράσει τις πιο αυθόρμητες των στιγμών και των πράξεων, ένα πάφλασμα, ένα χνούδι, ένα σκασμένο καρπούζι, ένα ψίθυρο, ένα χάιδεμα στο κορμό ενός δέντρου. Δεν υπερασπίζεται τον αυθορμητισμό του ποιητικού μέσου αλλά της ίδιας της φύσης και της κίνησης.
Όπως και στο “Θέρος των Βροτών”, την προηγούμενη ποιητική δουλειά του (2010), έτσι και στα “Λόγια αγάπης και Θανάτου” ο Γιαννόπουλος δεν προσπαθεί να αποδείξει κάποιες αιώνιες αξίες, δεν αναδεικνύει κάποια πανανθρώπινα φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά προχωράει μέσα από ένα εκχύλισμα εμπειριών και συναισθημάτων, με μια διαφωτιστική ματιά που τοποθετεί τον άνθρωπο ως υλικό ον στο κέντρο της ζωϊκής αλυσίδας. “Πίσω από την απελπισία, μυρίζει άνθρωπος”.
Είναι προφανές από το πρώτο ξεφύλλισμα πως ο Γιώργος Γιαννόπουλος, με αυτή την δαντελωτή εικαστική του ματιά, παραμένει πιστός σε μια εσωτερικότητα πλήρως υλιστική, στην οποία η μεταφυσική δεν είναι παρά μια διαρκής πάλη με το ατομικό αυθόρμητο. “Δεν υπάρχει ουρανός”, ο θεός είναι φθονερός, άρα ανύπαρκτος. Αυτό “που μας στοιχειώνει” είναι τελικά “ένα βλέμμα τυφλό (...) η λάβα του μυαλού”, αλλά και το “υδρόφιλο λιβάδι”, ο άνεμος που σηκώνεται ή ο κεραυνός. Είναι η δύναμη και η αδυναμία του ατόμου, του ανθρώπου, του όντος που σμιλεύει τις στιγμές. “Δεν πιστεύουμε στους αγγέλους αλλά στη φιλία”.
Ο Γιαννόπουλος δεν διαγράφει την τύχη, την μοίρα, αλλά την αναγάγει σε συναίσθημα. Το ίδιο το ανθρώπινο ον, αυτός ο βιολογικός μηχανισμός αποτελούμενος από σπλάχνα και αίμα, από μάτια και πέλματα, αυτό το έλλογο αγρίμι με την ψυχή από σάρκα είναι που μετατρέπει το κύμα, το άνθος, το χώμα, το νερό της πηγής, αλλά και τη φιλία, τον έρωτα, την αγάπη και φυσικά το θάνατο σε δική του προσωπική εμπειρία. “Δεν είναι ο άνεμος που με καλεί”, λέει στο “Παράπονο του Μινώταυρου”, “είναι λεμονανθοί που ραίνουν τη μοίρα της γραμματικής μου”.
Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή που διαβάζεται ψιθυριστά και ενοχικά. Που χτίζει από λέξη σε λέξη και από ποίημα σε ποίημα. Φαντάζει σαν τίποτα από όλα αυτά να μην μπορεί να ιδωθεί απομονωμένο. Σαν να πρέπει να ξέρεις το προηγούμενο για να καταλάβεις το επόμενο.
Έτσι από την αρχή ο ποιητής ξεκαθαρίζει πως “Πιάνω το μελάνι από τη ρίζα, βάφω το στόμα μου στα ρόδα”. Από το πρώτο κιόλας δίστιχο ο συγγραφέας, σαν παιδί που βλέπει την ενασχόλησή του με τις μπογιές σαν αυτοσκοπό, αναδεικνύει την επιμονή του στην ποιητική πράξη όχι με τη μεταφυσική εφόρμηση ενός ρομαντικού, ούτε με τον αυθορμητισμό κάποιου μαστουρωμένου μπίτνικ αλλά με την ενοχική στάση ενός ενήλικου παιδιού που μουτζουρώνει ένα άσπρο τραπεζομάντιλο από έκρηξη δημιουργικότητας αλλά και από εκδίκηση.
Είναι η ενήλικη γνώση που τον κάνει να λέει με αυτοπεποίθηση στο ομώνυμο με το βιβλίο ποίημα πως: “Εμείς, αγάπη μου, δεν βάλαμε την ποίηση πάνω από την αγάπη”, αλλά και αυτή η εκδικητική ενοχή που τον κάνει με ματαιότητα να λέει πως μπορεί “τον μόχθο να γράφεις στην πέτρα” αλλά “να μάθεις πρώτα πρέπει στην άμμο της ερήμου ή στο νερό”. Η ίδια η πράξη θα δώσει το αποτέλεσμα, τη γνώση, το συμπέρασμα.
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, με την ενοχική και νοσταλγική αυτοπεποίθηση της εμπειρίας σε αυτή την τρίτη του ποιητική δουλειά επιχειρεί ένα άλμα, μια γενίκευση. Να δώσει μ ια συνολικότερη απάντηση στο αν μπορεί η “αγάπη και ο θάνατος” να αποτελέσουν το περίβλημα ολόκληρης της ζωής. Σε αυτή τη μακρόσυρτη και αργή ποιητική του δράση καταφέρνει να εξηγήσει, να περιγράψει, να αναδείξει στιγμές που αλληλοσυνδέονται. Ταξίδια, ιστορίες και τραγωδίες, διαβάσματα και εικόνες, η Ανδαλουσία και η Καισαριανή, το Εβραϊκό νεκροταφείο, οι “οδομαχίες στην οδό Ανδρομάχης” και το αίμα στους δρόμους της Βηρυτού, κάθε τι μπορεί να αποτελέσει εργαλείο αντίληψης ακόμα και του πιο προσωπικού συναισθήματος. Ζει με όλο του το είναι αφού γνωρίζει, παρά το φόβο, πως “στον κόσμο των νεκρών δεν υπάρχει έρωτας, μόνο νοσταλγία”, αλλά ταυτόχρονα αφήνει ελεύθερο και τον εαυτό του και τον αναγνώστη να αποδεχτεί ή όχι το δίπολο Αγάπη-Θάνατος, να αντιληφθεί τα δικά του όρια “στο δηλητήριο της μνήμης, αυτό το πανάρχαιο ταξίδι” να κρατήσει τη δική του ανάσα, να αφήσει τη δική του πατημασιά.
Τα “Λόγια Θανάτου και Αγάπης” δεν έχουν ποιήματα που τα μαθαίνεις απ 'έξω, αλλά θραύσματα μιας σκλήρης συναισθηματικής καθημερινότητας που σε αφήνουν να σκεφτείς με μια ειλικρινή μανία και με μια υποχθόνια “αθωότητα του σκουληκιού”.
Το κείμενο σε μια πρώτη μορφή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εργατική Αλληλεγγύη:http://ergatiki.gr/article.php?issue=1187&id=12274. Εδώ δημοσιεύεται στην πληρέστερη εκδοχή του.
Ο Κυριάκος Μπάνος είναι φωτογράφος-σκηνοθέτης, συνεργάτης της εβδομαδιαίας εφημερίδας.