Powered By Blogger

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Η επινόηση του έρωτα, Πέτρος Θεοδωρίδης

Όταν ρωτούν τον Γούντυ Άλεν στην ταινία Ο Υπναράς (Sleeper, 1973) έχοντας διαγράψει πολιτική, θρησκεία και επιστήμη, διακηρύσσει: «Πιστεύω στο σεξ και στο θάνατο, δύο εμπειρίες που έχουμε μια φορά στη ζωή μας».1 Ο Άλεν μας υποδεικνύει, όπως άλλωστε παλιότερα και ο Φρόυντ, πως η σεξουαλικότητα είναι θέμα εξαιρετικά σοβαρό, κάτι που επιβεβαιώνει και ο ήρωας του μυθιστορήματος του Philip Roth Το ανθρώπινο στίγμα, ο εβδομηνταπεντάρης κοσμήτορας Σιλκ, όταν λέει: «Παίρνω βιάγκρα, Νέιθαν. Όλη αυτή την ταραχή, όλη αυτή την ευτυχία την οφείλω στο βιάγκρα (...). Χωρίς το βιάγκρα θα είχα την αξιοπρέπεια ενός ηλικιωμένου κύριου, απαλλαγμένου από την επιθυμία, ο οποίος θα συμπεριφερόταν ευπρεπώς. (...) Χάρη στο βιάγκρα, αρχίζω να καταλαβαίνω τις ερωτικές μεταμορφώσεις του Δία. Έτσι θα έπρεπε να το ονομάσουν, Δία, κι όχι Βιάγκρα».2
   Υπάρχουν όρια στη σεξουαλική απόλαυση; Ο Φρόυντ στο περίφημο έργο του, Τρεις Μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας,3 που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1905, προσπάθησε να αποδείξει πως τα σεξουαλικά γνωρίσματα που συνδέονται με τις διαστροφές, είναι ιδιότητες κοινές στη σεξουαλικότητα του καθένα και ότι, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε μικρές κατηγορίες διεστραμμένων ατόμων. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Φρόυντ, είναι «αθέμιτο να χρησιμοποιούμε την καθ’ έξιν διαστροφή ως μομφή» και «θα θυμίσουμε πόσο κοντά βρίσκεται η διευρυμένη σεξουαλικότητα με τον “έρωτα” του θεσπέσιου Πλάτωνα».4
   Αλήθεια, ποιος θυμάται σήμερα τον Reich; Ο Willhem Reich θεωρούσε τη σεξουαλικότητα ως βασική πηγή ευτυχίας, καθώς κάποιος που έχει «μια αίσθηση ότι ζει τη ζωή», έχει και μια αυτονομία, που προέρχεται από την καλλιέργεια των δυνατοτήτων του εαυτού του. Η ανθρώπινη δυστυχία «προέρχεται από τη θωράκιση του χαρακτήρα» καθώς, για τον Reich, ο χαρακτήρας είναι ένα προστατευτικό μόρφωμα, μια πανοπλία. Η θωράκιση του Eγώ προσλαμβάνει το περιεχόμενό της μέσω της ταύτισης με μια πραγματικότητα της ματαίωσης. Η επιθετικότητα, η οποία προκαλείται από τις ματαιώσεις, παράγει άγχος που στρέφεται κατά του εαυτού, μπλοκάροντας την κινητήρια έκφραση των ενεργειών ενός ατόμου, οι οποίες γίνονται αναστολές. Έτσι, σε πολλούς ανθρώπους, η ικανότητα για αυθόρμητη ευχαρίστηση —η οποία έχει τις ρίζες της στη σεξουαλική ηδονή— έχει διαστρεβλωθεί από το σαδισμό, την απληστία και τον εγωκεντρισμό. Ο χαρακτήρας —πανοπλία—, αποτελεί ένα δείκτη ανειλικρίνειας, ο οποίος όμως μπορεί να αλλάξει κατά τρόπο που θα παράγει ευτυχία. Η νευρωσική ισορροπία μπορεί να διασπαστεί με την απελευθέρωση της λίμπιντο από προγενετήσιες καθηλώσεις. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ενεργοποιείται εκ νέου το βρεφικό γενετήσιο άγχος αλλά ως μέσο αναθεμελίωσης της «ικανότητας για οργασμό», που χάθηκε, ως αποτέλεσμα της διαστρεβλωμένης ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.5
Για τη σημασία της σεξουαλικότητας

   Η ανισότητα άνδρα και γυναίκας αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό της παραδοσιακής οικογένειας. Για χιλιάδες χρόνια η έννοια της θηλυκότητας, ως χαρακτηριστικό της γυναικείας ταυτότητας, προερχόταν και προσδιοριζόταν από τους άνδρες. Θηλυκό θεωρείτο ό, τι ήταν ντροπαλό, δεκτικό, υποταγμένο. Φυσικά, η ανισότητα ανδρών γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική ζωή. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν ευρέως ερωμένες, εταίρες και πόρνες. Οι άνδρες ωστόσο ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι οι γυναίκες τους θα ήταν οι μητέρες των παιδιών τους. Γι’ αυτό, τα αξιοσέβαστα κορίτσια, επαινούνταν για την παρθενία τους και οι γυναίκες για την πίστη και τη σταθερότητά τους.
   Η «φυσική» και αυτονόητη αντίληψη της ανισότητας, που χαρακτήριζε την παραδοσιακή κοινωνία, έφθανε και στον ίδιο τον πυρήνα των σχέσεων: την σεξουαλικότητα ή, ας το πούμε έτσι, το δικαίωμα στην απόλαυση, την ηδονή. Στη θεμελιώδη ανισότητα της παραδοσιακής κοινωνίας δεν ήταν νοητή η απόλαυση αυτού που έχει κατώτερη κοινωνική θέση, δηλαδή της γυναίκας ή του δούλου. Η θεμελιακή ανισότητα στη σχέση των δύο φύλων επισημαίνεται και από το μεγάλο μελετητή της σεξουαλικότητας, τον Μισέλ Φουκό με αφορμή τον αμφιλεγόμενο ομοφυλόφιλο Έρωτα στην αρχαιότητα: «Η ελληνική ηθική της ηδονής», λέει ο Φουκό,« ήταν συνδεδεμένη με μια ανδρική κοινωνία, με τη δισυμμετρία, με τον αποκλεισμό του άλλου, με μια ιδεοληψία με την εισχώρηση»6, γιατί, σύμφωνα με τον Φουκό: «Στις σεξουαλικές σχέσεις, μπορείτε να εισχωρήσετε στους άλλους ή αυτοί να εισχωρήσουν σε σας»7 και «η (αρχαία) ελληνική ηθική ήταν συνδεδεμένη με μια καθαρά ανδρική κοινωνία με δούλους, όπου οι γυναίκες ήταν καταδυναστευόμενοι άνθρωποι, των οποίων η ηδονή δεν είχε σημασία (...). Μια γυναίκα, ένας δούλος μπορούσαν να είναι παθητικοί: αυτή ήταν η φύση τους, η (κοινωνική) θέση τους».8
   Η ανάπτυξη των οικογενειών στο ρόλο των «τριχοειδών» επεκτάσεων του κοινωνικού συστήματος έλεγχου, στη νεωτερικότητα, που περιέγραψε λεπτομερώς ο Μισέλ Φουκό, απαιτούσε μια εμπεριστατωμένη νομοθετική προσπάθεια, συντονισμένη κοινωνική δράση και έντονη προπαγάνδα νέων προτύπων. Ένας από τους πολλούς παράγοντες της γενικής αναδιοργάνωσης ήταν ο επαναπροσδιορισμός τής θέσης του παιδιού. Ένας άλλος συνυφασμένος με τον πρώτο ήταν ο επαναπροσδιορισμός του σεξ και των σεξουαλικών πρακτικών.
   Έτσι σε αντίθεση με την παραδοσιακή οικογένεια, τη νεωτερική οικογένεια την χαρακτηρίζει το κλείσιμο στην οικογενειακή εστία, η περίφραξη της κατοικίας, το πλέξιμο ενός πυκνού δικτύου έντονων και συναισθηματικά διαποτισμένων και αμοιβαίων προσκολλήσεων στους γονείς και στα αδέλφια και η ανύψωσή της στη θέση έλεγχου της εκπαίδευσης του παιδιού.
   Κύρια λειτουργία της νεωτερικής οικογένειας έγινε η κοινωνικοποίηση των παιδιών και, παράλληλα, όπως έλεγε ο Τάλκοτ Πάρσονς, η «σταθεροποίηση της προσωπικότητας των ενηλίκων».9 Μέσα στην οικογένεια, οι γονείς έπρεπε να βρουν καταφύγιο από τις αντιξοότητες και πιέσεις της «έξω ζωής». Ο καταμερισμός εργασίας που επικράτησε μέσα στους κόλπους της οικογένειας ανάμεσα στα δύο φύλα, αναπαρήγαγε πιστά την κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή και στον κόσμο της εργασίας και διευκόλυνε και εξυπηρέτησε τη λειτουργία της οικογενειακής μονάδας, ως καταφύγιου από τη σκληρότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι γυναίκες ταυτίσθηκαν με τη συναισθηματική ζωή και την ψυχική ισορροπία της οικογένειας, οι άντρες με τον αγώνα για την οικονομική της επιβίωση και ευημερία. Τα καθήκοντα της συζύγου μητέρας, εκτός από την πρακτική φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών, επεκτάθηκαν και στη διαφύλαξη συναισθημάτων οικειότητας: αγάπη, συμπαράσταση, συντροφικότητα. Αντίθετα, ο άντρας επωμίσθηκε το ρόλο του βιοπαλαιστή και ταυτόχρονα του προστάτη της γυναίκας από τον «έξω κόσμο».
   Ο νεωτερικός ρόλος της γυναίκας «φυσικοποιήθηκε». Η «φυσική γυναίκα» είναι μια επινόηση του 18ου και 19ου αιώνα. Στη νεωτερική κοινωνία, στην οποία διατυπώθηκαν τα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους, οι γυναίκες κατέχουν τη θέση του ξένου, του εξωτικού. Το θηλυκό εμφανίζεται ως το αντίθετο του πολιτισμού. Την ίδια στιγμή που το αρσενικό υποκείμενο συγκροτείται ως κυρίαρχο, αυτόνομο άτομο, το οποίο οριοθετεί τον εαυτό του απέναντι στη φύση και τις αισθήσεις, οι γυναίκες ξαναρίχνονται στη φύση. Για αυτήν τη φυσικοποίηση του ρόλου της γυναίκας, κινητοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα των επιστημών του ανθρώπου, οι οποίες βρίσκονταν τότε στο ξεκίνημα τους. Έτσι, ο Γάλλος Διαφωτιστής Ντιντερό έγραφε: «Οι γυναίκες βρίσκονται σε μια επιδημική κατάσταση αγριότητας (...). Εξωτερικά είναι πολιτισμένες όπως κι εμείς, αλλά εσωτερικά έχουν παραμείνει αληθινά άγριες (...) έχουν διατηρήσει σ Χόλη τους τη φυσική δύναμη, την ιδιοτελή αγάπη και τον εγωισμό».10
   Όπως μας δείχνει το έργο του Φίλιπ Αριές Αιώνες παιδικής ηλικίας11, έως τον 16ο αιώνα περίπου τα παιδιά αντιμετωπίζονταν στην Ευρώπη ως «ενήλικες μικρότερου μεγέθους»: δηλαδή θεωρούνταν ότι διέφεραν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, απλώς και μόνον επειδή είχαν αδύναμους μυς και πνεύμα. Δεν υπήρχαν ξεχωριστού είδους κάμαρες η ξεχωριστά υπνοδωμάτια των γονέων, η ζωή των ενηλίκων δεν είχε μυστικά για τα παιδιά, δεν υπήρχαν πολιτισμικά αναγνωρισμένες ενδυματολογικές διαφορές που να οριοθετούν μια ειδική κατάσταση της παιδικής ηλικίας, τα παιδιά φορούσαν ρούχα που δεν έκαναν πια στα μεγαλύτερα αδέλφια τους ή που δεν φορούσαν πια άλλοι συγγενείς τους.12 Όλα αυτά αλλάζουν στην αυγή του 17ου αιώνα αρχικά στα ανώτερα στρώματα και βαθμιαία στα χαμηλότερα. Μια ξεχωριστή διαγωγή και ειδικές δραστηριότητες επινοήθηκαν για τα παιδιά, και τμήματα των οικογενειακών χώρων διατηρήθηκαν αποκλειστικά για τις δραστηριότητες των ενηλίκων και χαρακτηρίσθηκαν απαγορευμένοι χώροι για τα παιδιά κάτω από μια ορισμένη ηλικία. Για να σημανθεί και συμβολικά η αλλαγή αυτή, τα ενδύματα των παιδιών σχεδιάζονταν πια έτσι ώστε να τονίζεται η κατώτερη, «ατελής» κατάστασή τους —μέσω μιας μίμησης: αρχικά των ενδυμάτων που φορούσαν οι κατώτερες τάξεις ή, στην περίπτωση των αγοριών, των γυναικείων φορεμάτων.13
   Σύμφωνα με τον Φίλιπ Αριές, η αλλαγή στην αντιμετώπιση και τη μεταχείριση των παιδιών συνέπεσε με την ανακάλυψη του παιδιού ως ενός πλάσματος με ξεχωριστά δικά του χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες ιδιότητες. Το παιδί πια αντιμετωπιζόταν ως εύθραυστο πλάσμα που απαιτούσε μεν διαρκή και στενή επίβλεψη και παρέμβαση: ένα αθώο πλάσμα, αλλά ακριβώς λόγω της αθωότητάς του, απειλούμενο συνεχώς ότι θα «χαλάσει», ανήμπορο να αποσοβήσει και να πολεμήσει από μόνο του τους κινδύνους. Το παιδί χρειαζόταν την καθοδήγηση και τον έλεγχο του ενήλικα: μια μελετημένη, προσεκτικά σχεδιασμένη επιτήρηση, υπολογισμένη ώστε να αναπτύξει τη λογική του παιδιού, ως ένα είδος φρουράς, που ο κόσμος των ενήλικων άφηνε στο εσωτερικό της προσωπικότητας του παιδιού.14
   Η νεωτερική σημασία της έννοιας της «επιτήρησης» του παιδιού χρωματίσθηκε και διαδραματίσθηκε έντεχνα, από τον πανικό που προκλήθηκε σχετικά με τη ροπή των παιδιών προς τον αυνανισμό, που ειδώθηκε ως ένας κίνδυνος ανεπανόρθωτα ολέθριας δυναμικής. Ήταν καθήκον των γονέων αλλά και των δασκάλων να υπερασπιστούν τα παιδιά ενάντια στον κίνδυνο αυτό, να εντοπίσουν την παρουσία του σε κάθε αλλαγή της διαγωγής, κάθε χειρονομία και κάθε γκριμάτσα, να υποταχθεί συνολικά η τάξη της ζωής των παιδιών στην ανάγκη να καταστεί ανέφικτη αυτή η νοσηρή πράξη. Γονείς και δάσκαλοι ήταν σε εγρήγορση και είχαν την υποψία ότι όλα τα παιδιά ήταν ένοχα. Η προσέγγιση στην σεξουαλικότητα αναπτυσσόταν μέσω της εξέτασης και της επίμονης παρατήρησης. Έτσι —και μέσω της ανάγκης επιτήρησης του παιδιού— οι νεωτερικές κοινωνίες οδηγούνται σε έναν επαναπροσδιορισμό της σεξουαλικότητας...

Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Η κατάθεση, Κατερίνας Μόντη





«Έρχονται, εε.. έρχονται πάλι...».
   Θα ’ταν δεν θα ’ταν 10 χρονών —σαν να το ’βλεπε μπροστά της— που έτρεχε να προειδοποιήσει. Έρχονταν πάλι οι ασφαλίτες.
   Οι γονείς της κρατούσαν εκείνο το φεγγάρι ένα μικρό παντοπωλείο στη γειτονιά, και θα δέχονταν για άλλη μια φορά την εθιμική πλέον τρομοκρατική επίσκεψη της αστυνομίας, που συνήθως εκπροσωπούσε ο ταγματάρχης Μπέας, ένας κοντός και παχύς Μανιάτης, με αυστηρό προγούλι, πλούσια μουστάκα, και ρητορεία πολλών «ας υποθέσουμε» καρατίων. Μπορεί ο Πέτρος Ντήμας να μην ήταν για φυλακές και εξορίες, αλλά ο Μπέας φρόντιζε να του υπενθυμίζει ότι δεν έπαυε να θεωρείται εχθρός της πατρίδος, γι αυτό και το μάτι των οργάνων της τάξης έστεκε άγρυπνο επάνω του.
   «Μιλούσε!», ήταν η κατηγορία. Μπορεί να μην ανήκε σε οργανώσεις, αλλά μιλούσε, «είχε απόψεις φιλοκομμουνιστικάς και αθεϊκάς, τας οποίας και εκήρυττε δημοσίως εις κοινωνικάς συναθροίσεις». Και αφού οι συστάσεις που του έδιναν κάθε τόσο καλώντας τον στα γραφεία της Ασφαλείας Γιαννιτσών και Εδέσσης δεν φαίνονταν να αρκούν, ο Μπέας αναλάμβανε να του βάζει μυαλό με μηνύσεις. Κάθε τρεις και πέντε περνούσε από το μπακάλικο και τον έγραφε, μια έβρισκε το σακί με τη ζάχαρη ασκέπαστο, μια το ψωμί «προώρως σφραγισθέν», μια τα ζύγια αγυάλιστα, μέχρι και για ένα μαχαίρι του είχε κάνει δίκη, γιατί το βρήκε στραβο-ακονισμένο. Τους είχε τρελάνει στα πρόστιμα, και, πριν ακόμη εκπνεύσει η επταετία, θα προλάβαινε να απολαύσει τον θρίαμβο του οριστικού κλεισίματος του μαγαζιού, μετά την ανακάλυψή του ότι «το ύψος του κτίσματος υστερούσε κατά πέντε εκατοστά του νομίμου ορίου».
   Τρέχοντας εκείνη τη μέρα η Δέσποινα να ειδοποιήσει, σκόνταψε στο καλντερίμι και έπεσε κάτω φαρδιά πλατιά, πριν φτάσει ακόμη στο μαγαζί. Τίναζε ακόμη τα ρούχα της και σάλιωνε με τα δάχτυλα τα γόνατά της βουρκωμένη, όταν εκείνοι στάθηκαν μπροστά της. Ο Μπέας με τους αντίχειρες σκαλωμένους στη ζώνη κάτω από την κοιλιά του, της απευθύνθηκε με μια πονηρή σπίθα στη μιλιά του:
   «Εσύ, καλέ, δεν είσαι του Ντήμα; Η μικρή;»
   «Ναι». Δεν ξανασήκωσε το κεφάλι, ο τρόμος της όλος είχε καρφωθεί στις μύτες των παπουτσιών του.
   «Που είσαι και καλή μαθήτρια, μαθαίνω. Βλέπεις, χωροφύλαξ», απευθύνθηκε στον συνοδό του, «ο Πανάγαθος μας δοκιμάζει. Παράγουν και οι κομμουνισταί αριστούχους, που δικαιούνται να γίνουν και σημαιοφόροι... να κρατήσουν οι απάτριδες το έμβλημα της πατρίδος!»
   Η Δέσποινα μόνο άκουγε, τρέμοντας.
   «Και δεν μου λες, τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, ας υποθέσουμε,  μπακάλισσα;
   »Ή θα σας ταΐσει η Ρωσία; Έτσι θα νομίζει ο μπαμπάκας σου, ο πεινασμένος προπαγανδιστής. Αν δεν βάλει μυαλό πες του, όχι στη σημαία δεν σε βλέπω στην παρέλαση, αλλά ούτε στις εξετάσεις για το γυμνάσιο δεν θα περάσεις. Λεφτά δεν έχετε, είδες που η μάνα σου έτρεξε στη Γερμανία να φέρει ψωμάκι; Μην κοιτάς που γύρισε άρον άρον. Είδες που το ξέρω; Όλα τα ξέρω εγώ, ας υποθέσουμε, και τι φαΐ τρώτε κάθε μέρα μαθαίνω!
   »Μη με φοβάσαι εμένα βρε μαϊμού, που κατάπιες τη γλώσσα σου. Τη φτώχια να φοβάσαι, και το ξερό το κεφάλι του πατέρα σου. Εγώ για το καλό σου τα λέω, γιατί έμαθα ότι είσαι του δέκα, χαράμι την εξυπνάδα, ας υποθέσουμε» αναφώνησε με θεατρικό οίκτο πριν την αφήσει σύξυλη και προχωρήσει κεφάτος προς το μαγαζί, για να κάνει μια μήνυση «δια νιπτήραν εις μη περίοπτον θέσιν».
   Από τις πολλές του επισκέψεις, αυτή είχε μείνει αξέχαστη στη Δέσποινα, όπως και μια άλλη, παλαιότερη, που ο μπαμπούλας είχε εμφανιστεί καβάλα σε μιαν αστραφτερή υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα. Ήταν καλοκαίρι, και η μητέρα της καθόταν στο κεφαλόσκαλο του μαγαζιού με μια γειτόνισσα μιλώντας στα «δικά τους», με τη Δέσποινα δίπλα τους να παίζει με ένα γατάκι. Όταν ο Μπέας εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, κυλώντας σβηστή τη μηχανή, οι γυναίκες έκοψαν τη συζήτηση μαχαίρι, κιτρινισμένες απ’ το φόβο.
   «Σας άκουσα, βρωμιάρες.Τι μιλούσατε; Κινέζικα; Βουλγάρικα;»
   «Δεν είναι βουλγ...» αποτόλμησε η γειτόνισσα.
   «Να σας στείλω εγώ κάπου, που θα σας εξηγήσουν πολύ καλά αν είναι κι αν δεν είναι; Πολύ ευχαρίστως. Την τραβάει η ψυχούλα σας μια Ικαρία. Χαλαρώσαμε, μου φαίνεται, ε; Το ξεχάσαμε το ρετσινόλαδο».2
   Η Δέσποινα τότε όρμησε κι αρπάχτηκε από τη μητέρα της, κλείνοντάς την στη δική της μικρή αγκαλιά. Μπορεί να μην τις είχε ζήσει, αλλά είχε ακούσει πολλές ιστορίες γι’ αυτήν την απαγορευμένη γλώσσα. Για τα βάσανα των παππούδων της. Φοβούμενη ότι είχε έρθει η σειρά της μαμάς, έμεινε κολλημένη πάνω της, πες να προσφέρει τον εαυτό της ασπίδα από τον ασφαλίτη, πες να πάρουν κι αυτήν μαζί σε όποιο «κάπου» τους ήτανε γραφτό —αυτό ας πούμε το «Ικαρία», που δεν ήξερε ακόμη ότι ήταν νησί.
   Έτσι αγκαλιασμένες και βουβές τις είχε αφήσει ο Μπέας, βάζοντας ξαφνικά μπρος τη μοτοσυκλέτα, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση.


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Κατερίνας Μόντη Η κατάθεση, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ

Ενοικιάζομαι, Γιάννης Τσιτσίμης

Ζούσε έτσι πολύ καιρό. Πολλά χρόνια πρόσφερε ευχαρίστηση σε ηλικιωμένες κυρίες που τον μίσθωναν για μια νύχτα, γεμάτες λαγνεία και πάθη που ούτε σαν ήταν νέες δεν είχανε.
   Είχε σιχαθεί. Είχε βαρεθεί τη ζωή του, έπληττε με μία θανάσιμη πλήξη κι ήταν μόλις 34. Δεν είχε ζωή. Δεν είχε τίποτα. Είχε μονάχα έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου. Κινητός ήταν και ο ίδιος. Και το τηλέφωνο χτυπούσε, χτυπούσε συνέχεια, οι καταραμένες γκιόσες  ήταν ατέλειωτες, αχόρταγες και ματσωμένες, γαμώτο, πολύ ματσωμένες.
   Είχε όλη την γκάμα των ηλικιών: από 45-49 (εκεί τα πράγματα ήταν κάπως καλά, αν και μια χοντρή ή παχύσαρκη γυναίκα τέτοιας ηλικίας που δεν της το κάνει ο άνδρας της ποτέ, μπορούσε να του βγάλει το λάδι για ώρες), 50 ως 60 και βάλε (κι εδώ κάτι γινόταν, ειδικά αν τις έπειθε να σβήσουνε το γαμημένο φως), αλλά από ᾽δω και πάνω τα πράγματα ζόριζαν πολύ. Κι είχε και κάτι εβδομηντάρες που δεν είχανε ούτε ντροπή ούτε όσιο και μία μάλιστα στα 72 της, τόσο έλεγε πως ήταν, τον έπαιρνε κάθε μα κάθε βδομάδα. Ακούραστη ήταν; Κι ήταν και γεμάτη βίτσια η κωλόγρια... Ήθελε και να τη χτυπάνε, φόραγε και ζαρτιέρες στο ζαρωμένο της κορμί, τρομάρα της.
   Κι αυτός τη βαρούσε δυνατά, όπως γουστάριζε η γριά. Τι άλλο να έκανε δηλαδή; Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο... Πάντα. Και δώστου ξύλο στη γριά, της είχε μελανιάσει τον πισινό κι εκείνη δε χόρταινε. Μα πού στα κομμάτια υπάρχει αυτό το εργοστάσιο που παράγει γιαγιάδες τρελαμένες;
   Έπρεπε να ζήσει. Και ζούσε έτσι πολύ καιρό. Και για να τα καταφέρει, πήγαινε στις πληρωμένες. Γιατί σ’ αυτές; Γιατί είχε καταστραφεί τελείως από τις γριές, του ήταν αδύνατο πια να πλησιάσει μια κανονική κοπέλα. Τα νορμάλ κορίτσια δεν ήταν πια γι’ αυτόν. έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανός για να ανταποκριθεί στις πελάτισσες κι έτσι να ζήσει, γαμώτο, να ζήσει κι ο φαύλος κύκλος της παράνοιάς του συνεχιζόταν απτόητος: τα ’παιρνε από τις χοντρές, τις παρατημένες, τις ετοιμοθάνατες και τα ’χωνε στις πουτάνες.
   Σκέτη τρέλα. Αν έβλεπε στο δρόμο καμιά ομορφούλα τον έπιανε αποστροφή, τάση προς έμετο. Μα αν έβλεπε την ίδια γυναίκα έτοιμη στο κρεβάτι επί πληρωμή και τα πόδια ανοιχτά, φτιαχνόταν για μια βδομάδα... Και δεν του τύχαινε και καμιά νέα, κανένα bachelor party, κάτι που να σφύζει από ζωή και όχι από φορμόλη.
   Ένιωθε αργά σα να είχε μόνιμα καθισμένο ένα κόμπο στο λαιμό μια σιχασιά, μια φρίκη. Άλλο ένα πεσμένο στήθος μισότρελης πενηντάρας λίγο πριν την εμμηνόπαυση και θα πάθαινε κι  αυτός τη δική του κρίση. Μια δυνατή κρίση απελπισίας για όλη του τη ζωή.
   Πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το επάγγελμα; Τα χρήματα φυσικά. Ήταν πολλά, γρήγορα κι εύκολα στην αρχή κι εκεί ήταν που την πάτησε. Για τα καλά. Για το χρήμα είχε φτάσει τώρα στο σημείο να μη μπορεί να χύσει με μια νέα ούτε μετά από μια ώρα, ενώ με τη γρια πολλές φορές κι ολοένα πιο συχνά τώρα τελευταία είχε πρόβλημα στύσης.
   Θυμόταν την περίπτωση εκείνης της κοντέσας που τον είχε φωνάξει στο εξοχικό της μια έπαυλη πολυτελείας με πισίνα, θέα στο πέλαγος και ημίγυμνους μαύρους υπηρέτες παντού και ντε και καλά ήθελε να της το κάνει και να βλέπουνε οι μαύροι. Τον είχε υποδεχτεί με μια σάρπα μόνο —από κάτω τίποτα— και στο κεφάλι είχε κοτσάρει βελό με φτερά από πάνω. Έλεος, ένα όργιο ήτανε η κυρία στα εξηνταφεύγα της κι αυτός δε γούσταρε. Τι δηλαδή, να βλέπουνε οι μαύροι τον κώλο του; Δεν είμαστε με τα καλά μας... Σιγά μην άφηνε να του τον πιάσουνε κιόλας! Κι αφού είχε μαζεμένους εδώ μέσα τόσους άντρακλες με τόσα…χαρίσματα, αυτόνα τι τον κουβάλησε... Πού να βγάλει τώρα τα εσώρουχά του... Κι εκείνη η παλαβιάρα πήγε μέσα και γύρισε ντυμένη θηριοδαμάστρια —σιγά μην της έκανε και το λιοντάρι της γριέντζως— το μαστίγιο της έλειπε για να γίνουνε τσίρκο κανονικό εκεί μέσα.
   Κι άντε τώρα να σου κάνει «νιάου» και «νιαρ» η…αγριόγατα με τις (πουδραρισμένες) ζάρες στο μέτωπο και τις πλαστικές σύννεφο παντού. Πώς να του σηκωθεί εκεί μέσα με το σκηνικό των τεράτων; Κι όλο να του γρατζουνάει την πλάτη με τα νύχια της, μιλάμε του είχε κοκκινίσει την πέτσα κι οι νέγροι να του χουφτώνουνε τ’ απαυτά και να γελάνε και τ’ άσπρα δόντια τους να τον τρομοκρατούνε. Και ώπα... Νάτο και το μαστίγιο... Κι έλεγε από μέσα του, «Πού θα πάει, δε θα το βγάλει κι αυτό; Θα το βγάλει». Και νάσου σούζα οι υπηρέτες στη σειρά και να τους μαστιγώνει ελαφρά στο κωλαράκι. Του ερχόταν να πεθάνει από τα γέλια, αλλά από το άλλο τίποτα. Φως στα βρακιά του κανένα. Πώς να εξηγούσε της τύπισσας πως άμα έχει γύρω τους τόσους άνδρες δεν μπορεί, ενώ εκείνη στο μεταξύ είχε κρεμαστεί από τον πολυέλαιο και του φώναζε:
   —You Tarzan, me Jane!!!
   Και τα φράγκα που έσταζε η πουρόγρια ήταν πολλά, πάρα πολλά. Προσπάθησε να εστιάσει το νου του στην Ηρίννα, το απόλυτο αιδοίο από το Καζακστάν, αλλά πού... Δεν τον άφηνε η γριέντζω σε χλωρό κλαρί κι είχε αρχίσει να γίνεται κι ανυπόμονη, χώρια που μάλλον κι οι μαύροι είχαν αρχίσει να την σκυλοβαριούνται τη φάση. Τους θύμιζε και λίγο σκλαβοπάζαρο η ιστορία με το μαστίγιο. Ποιος ξέρει τι είχαν στο μυαλό τους... Ότι μπορεί να είχαν μείνει πίσω στο ξεσκόνισμα ή στην μπουγάδα. Άμα τους έπιανε τώρα και το ρατσιστικό τους, ζήσε Μάη μου να φας χασίσι…
   Μ’ αυτά και μ’ αυτά δε γινόταν τίποτα με τόσο κόσμο να μπαινοβγαίνει και να κοιτάζει τσατίστηκε η γριά κι έβαλε και τον πετάξανε έξω με τις κλωτσιές.
   Και μετά από κάτι τέτοιες ιστορίες κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα ως «ενοικιαζόμενος άνδρας». Πρόβλημα λειτουργικό. Ούτε μπορούσε πια να επιλέγει τις πελάτισσες, όπως παλιά. Τώρα είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τώρα ήταν βαθιά εθισμένος στο δικό του ταξίδι. Τώρα γούσταρε τρελά εκείνη την πουτάνα από το Καζακστάν.
   Απελπισμένα την ήθελε. Μέσα του δούλευε ο μπερδεμένος συναισθηματικός του κόσμος σαν ένα πλυντήριο που στίβει καλά και ξεπλένει την οργή, το χρήμα, το σεξ, την προσφορά, τη ζήτηση, την αμοιβή «παροχής υπηρεσιών», την ίδια του τη μοίρα.
   Δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Το ήξερε καλά. Επειδή κάποτε πίστευε πως ήταν. Νέος ήταν βασιλιάς. Ανάμεσα σε γέρικα, ξεθωριασμένα, ντροπιασμένα κορμιά. Βασίλευε με το κορμί του, σφριγηλός σαν την αθανασία. Αλλά γι’ αυτόν ο χρόνος κύλησε διαφορετικά από τους άλλους άνδρες. Πιο γρήγορα. Κι αποκαθηλώθηκε σύντομα. Ξέπεσε και κουράστηκε. Και μετά εγκλωβίστηκε στην ανάγκη να πληρώνει με τη σειρά του (ολοένα και πιο συχνά) την Ηρίννα. Τη γυναίκα από το Καζακστάν....

Aπόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Γιάννη Τσιτσίμη, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Η Γάζα ως άλλοθι για τους αντισημίτες της Αριστεράς, Όμηρος Ταχμαζίδης









«όποιος σώζει έναν άνθρωπο, σώζει τον κόσμο όλον»
Θρησκευτική σοφία
Buchenwald: Πριν λίγο καιρό έτυχε να βρεθώ στην Γερμανία: οι οικοδεσπότες, νεαρά στελέχη της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (DGB) είχαν την ευγενή καλοσύνη να ξεναγήσουν εμένα και  έναν συνδικαλιστή στο στρατόπεδο του Buchenwald στην Βαϊμάρη.
Εκεί που δολοφονήθηκε ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας Έρνστ Τέλμαν: η  αναμνηστική πινακίδα στον τοίχο έδειχνε το σημείο του φονικού – στο κτίριο μέσα οι «φούρνοι», σε ένα δωμάτιο ονόματα δολοφονημένων από τους «φύλακες» του στρατοπέδου…
Το Άουσβιτς βρίσκεται πιο ανατολικά, στο έδαφος της Πολωνίας: δεν  μπορώ να πω πως δεν είμαι εξοικειωμένος με τα ιστορικά γεγονότα, κάθε άλλο… – αλλά όλα είναι διαφορετικά όταν βρίσκεσαι σε έναν τέτοιο τόπο μαρτυρίου.
Δεν είχα την πρόθεση να προβώ σε μια προσωπική εκμυστήρευση: αφορμή έδωσε ο τίτλος ενός άρθρου του κομμουνιστή δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου στον ιστότοπο enikos.gr, όπου αρθρογραφεί σε τακτική βάση –«ΓΑΖΑ: Το διαρκές «Άουσβιτς» του ιμπεριαλισμού».
Το Άουσβιτς: Τα γεγονότα στην Γάζα είναι  μια ακόμη ευκαιρία για «αντιιμπεριαλιστές», «αντισιωνιστές» και «επαναστάτες», σε κάθε λογής αντισημίτες να από-ενοχοποιήσουν το έγκλημα των χιτλερικών: είναι προφανές ότι εάν αυτό που συμβαίνει κάθε φορά όταν οξύνονται οι σχέσεις Παλαιστινίων και Ισραηλινών είναι ένα «διαρκές Άουσβιτς», το πραγματικό Άουσβιτς δεν μπορεί να ήταν και τόσο… κακό!
Η εξίσωση της «Γάζας» με το «Άουσβιτς» εκτός από  πολιτική ανοησία, ηθικολογική υποκρισία, φαίνεται ότι είναι και ιστορική ανοησία ενός θεωρητικά ακατέργαστου μικροαστού οργανικού διανοουμένου ενός σαθρού συστήματος πληροφόρησης, όπως είναι το ελληνικό. Ο Νίκος Μπογιόπουλος, όπως και διάφοροι άλλοι Κομμουνιστές και Αριστεροί, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του καθεστώτος πληροφόρησης: ένα από τα στοιχεία του είναι και ο «φιλοαραβικός» αντισημιτισμός του – η φλυαρία περί ιμπεριαλισμού δε μπορεί να αποκρύψει την αντισημιτική σκέψη που διακατέχει πολλά από τα γνωστά αριστερά «μέλη» του.
Έτσι ο αστοιχείωτος αντιιμπεριαλιστής ηθικολόγος ανακαλύπτει «νόμους που εφαρμόζει το Ισραήλ» και αποτελούν «μετουσίωση του χιτλερικού δόγματος»: αναφέρεται στον «φασισμό» του παρελθόντος και ανακαλύπτει φασισμό και στην κυβέρνηση του Ισραήλ – «η «λογική» του φασισμού στην εκδοχή της κυβέρνησης του Ισραήλ».
Ο άνθρωπος δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο: μέσα στην οργή και την αγανάκτηση  που προκαλούν οι  εικόνες που έρχονται από την Γάζα, προσπαθεί να συγκαλύψει το αντισημιτικό του πρόσωπο φορώντας του προσωπείο του ιστορικού «δικαστή» –«Συνιστά ιστορική παραφροσύνη. Κι όμως: Εφτά ολόκληρες δεκαετίες μετά το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης εκείνος που αναβιώνει την «λογική» του Γκέρινγκ είναι το κράτος του Ισραήλ».
Περί παραφροσύνης ο λόγος, λοιπόν! Και αναρωτιέται ο αντιιμπεριαλιστής: «Πως είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοια βαρβαρότητα. Πως είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοια ανθρωποειδή, που κουβαλάνε τέτοια κτηνωδία».
Ιδού ο ανθρωπισμός του αντιιμπεριαλιστή και το ιδεολογικό υπέδαφος του λεξιλογίου του: τα «ανθρωποειδή» - οι χιτλερικοί θέλησαν να είναι πιο κομψοί στις εκφράσεις τους και έπλασαν από την λέξη υπεράνθρωπος -η χριστιανική αυτή λέξη έφτασε σε αυτούς προφανώς via Νietzsche – την αντίθετή της υπάνθρωπος.
«Ψυχοσύνθεση»: Σε άλλο μου άρθρο είχα ασκήσει πολεμική απέναντι σε μια μορφή «υποστασιοποίησης» που επικαλούνταν την «ψυχοσύνθεση» των Ελλήνων. (Πρόκειται για πολεμική απέναντι στον Θάνο Βερέμη καθηγητής της Παντείου και τακτικό αρθρογράφο της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – η δεξιά εκδοχή του καθεστωτικού διανοούμενου)
Την ίδια λέξη χρησιμοποιεί, αλλά εγκλωβίζοντάς την σε εισαγωγικά («ψυχοσύνθεση») και ο αντιιμπεριαλιστής κομμουνιστής του enikos.gr σε μια προσπάθεια να προσδώσει “υλιστικό” υπόβαθρο στην «ανάλυσή» του: «Είναι λάθος να επιχειρεί να δώσει κανείς απάντηση αποδίδοντας τη μορφή που παίρνει η κρατική τρομοκρατία του Ισραήλ σαν προϊόν της «ψυχοσύνθεσης» των ηγετών του. Το μακελειό, η γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων, είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι έκφραση  της «ψυχοσύνθεσης» ενός ολοκλήρου συστήματος. Είναι καθρέφτης της «ψυχοσύνθεσης» του ιμπεριαλισμού. Ο ιμπεριαλισμός δεν θα ήταν τέτοιος αν η επιθετική του φύση δεν τον οδηγούσε σε συμπεριφορές βγαλμένες κατ΄ ευθείαν από τα «κατηχητικά» του Άουσβιτς»!!!
Όποιος σκέφτεται τόσο ρηχά και εξισώνει τη  Γάζα με το Άουσβιτς και τον «ιμπεριαλισμό» με τα «κατηχητικά» του Άουσβιτς θα πρέπει να σκεφτεί ότι σε λίγο δε θα είναι πλέον ούτε ένα τσιγάρο δρόμος για την επικράτηση του στερεοτύπου: οι Εβραίοι κάνουν κουμάντο στον κόσμο –η διαρκής δηλητηρίαση της δημόσιας γλώσσας από τα αντισημιτικά στερεότυπα δεν ενισχύει τον αντιιμπεριαλισμό, αλλά τροφοδοτεί τις πιο ακραίες εγχώριες αντισημιτικές φωνές με νέα «επιχειρήματα» και νέες ψυχώσεις.
Schlussbemerkung: Από την αγγλική Αριστερά προέρχεται ο χαρακτηρισμός «αντιιμπεριαλισμός των ηλιθίων» - καλό είναι που και που να θυμόμαστε την αιχμηρή γλώσσα της πολιτικής χειραφέτησης ενάντια σε κάθε προπαγανδιστική ιδιόλεκτο που λειτουργεί ως νομιμοποιητικό στοιχείο διαφόρων σχηματισμών εξουσίας.
Το αναφέρω αυτό διότι τις τελευταίες ημέρες γινόμαστε μάρτυρες ακραίων μορφών αντισημιτισμού υπό το πρόσχημα μιας αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής στάσης: το άστρο του Δαβίδ να εξισώνεται σε εικόνες με τον αγκυλωτό σταυρό των χιτλερικών, γνωστές εικόνες από τους διωγμούς των Εβραίων να «αντιστοιχούνται» με εικόνες από τη Γάζα, να αποδίδεται η βία στη θρησκεία του Ισραήλ κλπ. – δεν είναι καινούργιο το φαινόμενο, απλώς λόγω των social media  έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενώ παλαιότερα περιοριζόταν απλώς σε μερικούς «επώνυμους» Αριστερούς των καθεστωτικών εφημερίδων.
Εάν η πολιτική Αριστερά κομμουνιστικής, σοσιαλιστικής ή σοσιαλδημοκρατικής κοπής φιλοδοξεί να παρέμβει απελευθερωτικά στον κόσμο, θα πρέπει να απελευθερωθεί η ίδια από την επιρροή του «αντιιμπεριαλισμού των ηλιθίων» στην πολιτική της: όσοι εξισώνουν το Άουσβιτς με συμβατικά πολιτικο-ιστορικά γεγονότα είναι ή ημιμαθείς ηλίθιοι ή αντισημίτες – πιθανόν, όμως, να είναι και τα δύο ταυτοχρόνως.